Δεν μου αρέσει η ταλαιπωρία. Προτιμώ να παρακολουθώ επί ώρες κάποια σειρά στο Netflix παρά να ιδρώνω έστω για λίγα λεπτά στο γυμναστήριο. Πού και πού όμως θέλω να ζω μια περιπέτεια – όχι για να σπάω τη ρουτίνα, αλλά για να έχω να διηγούμαι ξεχωριστές ιστορίες για μέρη που δεν επισκέπτεται κανείς συχνά και για φυσιογνωμίες ενδιαφέρουσες και περίεργες. Κάπως έτσι αποφάσισα να ανέβω στις υψηλότερες κορυφές της Ελλάδας και να απολαύσω την ανατολή του ήλιου από εκεί, να γνωρίσω τολμηρούς ορειβάτες και ανθρώπους των βουνών, να μείνω σε κοινόβια ξύλινα καταφύγια και σε σκηνές σε οροπέδια με ομίχλη και τους απόκοσμους ήχους του παγωμένoυ αέρα. Ο Ταΰγετος, το ψηλότερο σημείο της Πελοποννήσου με το θρυλικό φαινόμενο της «Πυραμίδας» και με τους απόκρημνους βράχους του, συνιστά πρόκληση για τους απανταχού ορειβάτες πόσω μάλλον για μένα που η ανάβαση στα βουνά μού είναι ένα σπορ πρωτόγνωρο.
Το ραντεβού με την ομάδα για την «κατάκτησή» του βουνού, δόθηκε στη Σπάρτη όπου συναντήσαμε τον οδηγό που θα μας πήγαινε στο σημείο 0, τους πρόποδες του βουνού. Το κεφάλαιο οδηγός βουνού ενδεχομένως να είναι το πιο σημαντικό σε κάθε προσπάθεια ανάβασης σε κορυφή σαν αυτήν, πιο σημαντικό από τη φυσική κατάσταση ή την εμπειρία στις πεζοπορίες, αφού αυτός είναι που θα σε οδηγήσει στον προορισμό σου μέσα από τα ασφαλή περάσματα τα οποία γνωρίζει, αλλά και που πραγματικά θα σε εμψυχώσει να συνεχίσεις όταν νιώσεις ότι τα πόδια σου έχουν πρηστεί, τα γόνατά σου τρέμουν και γενικά ότι το σώμα σου αδυνατεί να ανταποκριθεί – πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Ήμουν τυχερή καθώς ο Γιάννης Ρουσέτος από τους Utopia Adventure Club, μεγαλωμένος στις πλαγιές του Ταΰγετου από τα οκτώ του και με εμπειρία στις υψηλότερες οροσειρές όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού (Ιμαλάια, Άλπεις, Αραράτ) αποδείχθηκε ο καλύτερος οδηγός που θα μπορούσε να μου τύχει.
Έπειτα, ο καιρός παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάβαση. Οι εφαρμογές που δείχνουν τις προβλέψεις με μια σχετική εγκυρότητα είναι πολλές, αν και ο αναβάτης πρέπει να είναι προετοιμασμένος για όλα τα πιθανά σενάρια μια και όπως κάθε μεγάλο βουνό, έτσι και ο Ταΰγετος έχει το δικό του μικροκλίμα. Κατεβάζει μια ξαφνική καταιγίδα ή μια ομίχλη και σε διώχνει αδιαφορώντας παντελώς για τα δικά σου σχέδια. Έτσι, ο εξοπλισμός καλό θα είναι τα περιλαμβάνει όλα: δεύτερη αλλαξιά ρούχα, αδιάβροχο, αντιανεμικό, καλό ορειβατικό παπούτσι με εφεδρικό ζευγάρι κάλτσες, υπνόσακο και υπόστρωμα, χοντρό μπουφάν και κάποιο ισοθερμικό που θα χρειαστεί στην κορυφή, μαζί με τρόφιμα όπως μπάρες δημητριακών, νερά και ισοτονικά.
Περίπου 7 χιλιόμετρα από τη Σπάρτη, με κατεύθυνση τον δρόμο προς Γύθειο, μετά τα χωριά Λεύκη, Ανώγεια και Παλαιοπαναγιά, διασχίζοντας μια καταπράσινη διαδρομή μέσα από λευκές ρομπόλες (είδος πεύκης) φτάσαμε μπροστά στο καταφύγιο του Ταΰγετου, ένα πέτρινο όμορφο κτίσμα σε υψόμετρο 1.550 μέτρων, που όμως η διανυκτέρευση εκεί γίνεται ύστερα από συνεννόηση με τον Ε.Ο.Σ. Σπάρτης (27310-22574) γι’ αυτό και κατασκηνώσαμε ακριβώς μπροστά του.
Γύρω μας άλλες 5-6 παρέες που είχαν στήσει επίσης τις σκηνές τους και είχαν μαζευτεί μπροστά στο μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι του καταφυγίου. Φοιτητές –από το Πολυτεχνείο οι περισσότεροι–, ζευγάρια, μοναχικοί ταξιδιώτες, κάποιοι μαγείρευαν σε φορητό κουζινάκι, μερικοί τσούγκριζαν με τσιπουράκι που είχαν φέρει μαζί και άλλοι διηγούνταν θρύλους που σχετίζονται με τα βουνά, ιστορίες με αλαφροΐσκιωτους πρωταγωνιστές και αερικά που παρασύρουν τους ταξιδιώτες στους γκρεμούς ή ζευγάρια λύκων που παραμονεύουν στις πλαγιές. Όλοι τους όμως με μια κοινή επιθυμία, να μαζευτούν νωρίς στις σκηνές τους για να προσεγγίσουν με ενέργεια το χάραμα την κορυφή.
Στις 3 τα ξημερώματα χτύπησε το ξυπνητήρι. Γεμίσαμε με τα απαραίτητα τα σακίδιά μας, φορέσαμε τους φακούς, ο Γιάννης μάς προμήθευσε με μπατόν και ξεκινήσαμε σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου την ανάβαση μέσα από το μονοπάτι, ο ένας πίσω από τον άλλον. Μέσα στην απόλυτη ησυχία που επικρατεί στο βουνό, ο μόνος ήχος που μπορούσαμε να διακρίνουμε ήταν αυτός των μπατόν που έβρισκαν στις πέτρες, ενώ μέσα στο βαθύ σκοτάδι που απλωνόταν οι φακοί αποδείχθηκαν σωτήριοι για να ξεχωρίζουμε τα κόκκινα σημεία στους βράχους που υποδείκνυαν το μονοπάτι. Μόνο όταν αυξήθηκε αισθητά το υψόμετρο μπορούσαμε να παρατηρήσουμε από μακριά τα φώτα της Καλαμάτας και των χωριών της Λακωνίας. Τα διαλείμματα κατά τη διάρκεια της διαδρομής ήταν απαραίτητα, όχι μόνο για να «πιάσουμε» την ανάσα μας, αλλά και για να παρατηρήσουμε τη θέα που έφτανε μέχρι τη θάλασσα και τον έναστρο, πεντακάθαρο ουρανό.
Καθώς πλησιάζαμε προς την κορυφή, το οξυγόνο λιγόστευε –κάτι που προκαλεί κόπωση στον οργανισμό–, η βλάστηση μειωνόταν και τα βράχια γίνονταν περισσότερο απότομα και γλιστερά από την υγρασία. Μετά από 3,5 χιλιόμετρα ανηφορικής πορείας και δυόμιση περίπου ώρες, πατούσαμε στο πιο ορεινό σημείο της Πελοποννήσου, τον προφήτη Ηλία, ανάμεσα στα σύννεφα. Το όνομά της η κορυφή το πήρε από το ιδιαίτερο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται εκεί. Πρόκειται για ένα στοιχειώδες κτίσμα, χωρίς πόρτα και στέγη, με καμπάνα, λίγες εικόνες και καντηλάκια στο εσωτερικό του. Πίσω από την εκκλησία, σφηνωμένη ανάμεσα σε πέτρες, βρίσκεται και η ελληνική σημαία γύρω από την οποία αρκετοί κατασκηνώνουν για να βιώσουν την εμπειρία του ύπνου σε αυτό το ξεχωριστό περιβάλλον. Οι περισσότεροι όμως ξεκινούν, σαν εμάς, μέσα στη νύχτα για να απολαύσουν το περιβόητο φαινόμενο της πυραμίδας κατά την αυγή και αμέσως μετά παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής.
Μέχρι την ώρα της αυγής είχαμε μαζευτεί τουλάχιστον 40 άνθρωποι που περιμέναμε υπομονετικά μέσα στο κρύο (είχε 5 βαθμούς) για να δούμε την πυραμίδα να γεννιέται στον πορτοκαλί ορίζοντα. Ένα τέλειο ισοσκελές τρίγωνο με αιχμηρές γωνίες, σε μπλε χρώμα, διαγράφηκε ξαφνικά στον ουρανό και γινόταν όλο και πιο έντονο καθώς ανέτειλε ο ήλιος, και παρέμεινε ορατό για αρκετά λεπτά. Κάποιοι συνομωσιολόγοι υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται για φυσικό φαινόμενο καθώς η πυραμίδα αυτή σχηματίζεται με απόλυτη ακρίβεια, στην πραγματικότητα όμως αυτό που βλέπουμε είναι η σκιά του βουνού που τη φωτίζει ο ήλιος από την πίσω πλευρά και δημιουργεί ένα μαγικό θέαμα που αξίζει κάθε στιγμή αυτού του ταξιδιού ως τα 2.407 μέτρα υψόμετρο. Ένα κοπάδι πρόβατα εμφανίστηκαν εκείνη τη στιγμή στον Προφήτη Ηλία – απορίας άξιο πώς βρέθηκαν μόνα τους τόσο ψηλά. Δεν διστάσαμε να σηκώσουμε drone.
Αφού τσιμπήσαμε ένα σύντομο πρωινό στην κορυφή, πήραμε τον δρόμο της κατάβασης που τουλάχιστον για μένα αποδείχθηκε αρκετά πιο δύσκολη από την ανάβαση – η αυπνία, η κόπωση, τα πόδια μου που είχαν αρχίσει να «πιάνονται» και το βάρος του σακιδίου έπαιξαν τον ρόλο τους σ’ αυτό. Ωστόσο, κατά την κατάβαση μπορεί να απολαύσει κανείς τα πανέμορφα φυσικά τοπία, τις πλαγιές και τις βουνοκορφές που λούζει ο ήλιος και τις κάνει να χρυσίζουν.
Με μια μικρή παράκαμψη από τη θέση Πόρτες μπορεί κανείς να βρεθεί και στη σπηλιά όπου επέλεξε ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης να δώσει τέλος στη ζωή του. Με συχνά διαλείμματα και αργό ρυθμό στο βήμα, αρκετό self talk και με ένα σμήνος κοράκια να μας συνοδεύουν από ψηλά, φτάσαμε στο σημείο από όπου είχαμε ξεκινήσει, 3 ώρες αργότερα.
Καθώς ξεμακραίναμε από τους πρόποδες με το 4x4 έβλεπα την κορυφή πίσω μου που χανόταν στην ομίχλη και πραγματικά δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πού είχα σκαρφαλώσει μερικές ώρες πριν. Ένας στόχος που πέτυχε – ένα τσεκ στη wishlist μου.
Όποιος θέλει να μάθει πληροφορίες για να δοκιμάσει την εμπειρία της ανάβασης στην κορυφή του Ταΰγετου μπορεί να επικοινωνήσει με τον φίλο Γιάννη Ρουσέτο που με οργανωμένα γκρουπ σε συγκεκριμένες ημερομηνίες (αναρτώνται στη σελίδα του) ή με private εξορμήσεις κατόπιν συνεννόησης, επισκέπτεται τις πιο όμορφες ορεινές περιοχές, βουνά, κορυφές και φαράγγια από άκρη σε άκρη της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου