Από τα « Τετράδια Ιστορίας» του Παναγιώτη Α. Κατσίβελα, ιατρού.
Όλοι οι άνθρωποι της γενιάς μου και οι μεγαλύτεροι ακόμα περισσότερο , έχουμε πολλά να θυμόμαστε από την ζωή της σταφίδας . Με το που έκλειναν τα σχολεία , άρχιζε μια περίοδος αφιερωμένη στις ανάγκες της οικογένειας , με πολλή δουλειά , που άρχιζε από το ξέφυλλο των κλημάτων και ολοκληρωνόταν με την παράδοση της σταφίδας στον ΑΣΟ, για μας στο Μάραθο .Το μάζεμα ήταν υπόθεση κυρίως υπόθεση οικογενειακή. Η ζωή μεταφερόταν στα αγροκτήματα , στα σταφιδόσπιτα. Τότε δεν υπήρχε και ηλεκτρικό ρεύμα. Με το που βασίλευε, το μόνο φως ερχόταν από τις λιγοστές βενζινόλαμπες . Ήταν μια καλή αφορμή να μαζευόμαστε όλοι να ένα σημείο και μετά το βραδινό φαγητό άρχιζαν τα παιχνίδια , οι ιστορίες , οι διηγήσεις και οι συζητήσεις .
Ο πατέρας μας συνήθιζε να μας μιλάει πολύ και για πολλά πράγματα , και ήταν μια πανδαισία σε ένα περιβάλλον που είχε πολλή αγωνία και μόχθο . Τις θυμάμαι όλες αλλά μία μου είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση. Η αλήθεια είναι , ότι αυτή δεν την είχα πολυπιστέψει , αλλά μου άρεσε να την ακούω .
Χρόνια πολλά μετά, την ξαναβρήκα διαβάζοντας το Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά του 1961 του σημαντικού Γαργαλιανιώτη Μίμη Παπαχριστοφίλου εκδότη του ανωτέρου έργου. Και είπα σήμερα να την μοιραστούμε . Ο Πέτρος Ολύμπιος ή κατά κόσμο Τάκης Αλεξόπουλος έγραψε και δημοσιεύτηκε το διήγημα « Ο Στεφανής».
Το περιστατικό που θα γνωρίσουμε έγινε περί το 1910 μιας και ο ίδιος συγγραφέας γράφει στο δημοσίευμα « Ο Λαός για τη Σταφίδα» που δημοσιεύτηκε στα « Τριφυλιακά Χρονικά» το 1935 «…Ο Γερο- Στεφανής από την Αγορέλιτσα , ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής του , δω και είκοσι χρόνια , όταν κι’ αυτός βρέθηκε στην απειλή της βροχής , σχεδόν ξεγελασμένος…»
Ο ήρωας του διηγήματος ήταν λοιπόν υπαρκτό πρόσωπο. Ο Σταύρος Στεφανής .
Εικ. Πέτρος Ολύμπιος , λογοτέχνης , δημοσιογράφος
Ο Στεφανής
Αν σούλαχε νάχες κάποτε σταφίδα και να δερνόσουν γι’ δαύτη , ασφαλώς κάτι θ’ άκουσες για τούτο το Χριστιανό πούγινεν ένα καιρό χούφτα – χώμα . Μα κι’ αν δε σε πρόλαβε στο δρόμο σου κείνο το μπουρίνι της κακιάς του μοίρας , θρασομανάει , ως τόσο , ακόμα σαν θρύλος στο χωριό και δεν έχεις παρά να στήσεις τ’ αυτί σου και να ζωντανέψεις μπροστά σου , σε εκείνο τον έρμο το γέρο .
Οι παλιοί , άλλοτες τα χειμωνιάτικα βράδια στο καφενέ του Πολυχρόνη κι’ άλλοτε κάτω από το μεγάλο πλάτανο της Εκκλησιάς , ανιστορούν στους νέους το τραγικό περιστατικό της ζωής του, για ναν τους ειπούν , με άλλα λόγια , τι βάσανα και τι πάθια έχει εκείνη η κατακαημένη σταφίδα , ίσαμε που θα σηκωθεί απ΄ τ’ αλώνι και να πάρει το δρόμο για το « Μπαρκαριό» , όπου φθάνανε από την Πάτρα τα λόβερα και οι μπρατσέρες να την φορτώσουνε και να φέρουνε λίγη ξανάσαση κι’ ένα ψίχουλο χαράς σε κείνους , που την δούλευαν ολοχρονίς .
Έτσι , όπως κυλάνε από τότες τα χρόνια , περνάει κι’ ο δόλιος ο Στεφανής από γενιά σε γενιά , καθώς φτεροκοπάει ο θρύλος , και θαρρείς , όντας ακούς το παραμύθι του , πως φέρνει βόλτα και κείνος τον κάμπο σαν αερικό , για να στομώσει με χίλια χέρια τον αυγουστιάτικο κατακλυσμό , που άρπαξε κάποτες και δαύτονε μαζί με τα κόπια του.
Ξενοτοπίτης , κείθε πέρα απ’ τα Επτάνησα , ήρθε στο χωριό τον καιρό που αρχίζει το σκάψιμο – κι ήρθε και τούτος όπως όλοι τους , με την αξίνα στον ώμο και με εκείνη τη βαριά κάπα από χοντρό τραγόμαλλο , να δουλέψει στα ξένα χτήματα. Μα τι το θέλεις , σα φέρεις το πόδι σου κατά δω , ρίχνεις ρίζες κι’ αγκαλιάζεις ταύτα τα χώματα σα μια δεύτερη πατρίδα σου . Κι’ αρχίζεις τον αγώνα – ψωμί κι’ ελιά που λένε-με το τουβαλίθι στο σακούλι και το σύρε – κι’ έλα στις κακοτράχαλες στράτες , στα λιοπύρια και τους ασταμάτητους χειμώνες .
Με τη δούλεψη και την οικονομία του και κείνη την νησιώτικη λεβεντιά της ψυχής του , κατάφερε κάποτες και παντρεύτηκε και κοντά στο μικροβιός το δικό του προστέθηκε κι κείνο της μακαρίτισσας της γυναίκας του .
Κουτσονοικοκύρης πιά , είχε κάτι σταφιδούλες από λιγοστά στρέμματα την καθεμιά σε διαφορετικές τοποθεσίες κι’ ακόμα ένα άλλο πλούτο , τα πέντε κομμάτια του , τα τρία πρώτα της παντρειάς.
Μήνας Αύγουστος , η σταφίδα ψηνότανε απλωμένη στ’ αλώνια κι’ ο Στεφανής , σαν καλός πατέρας λογαριάζοντας πως κάτι θάπαιρνε από δαύτες , κάτι από το λαδάκι του και κανά δάνειο απ’ το Δήμαρχο πάντα με το αζημίωτο είχα βάλει μπροστά ένα προξενιό για την μεγάλη δυχατέρα του , τη Γιαννούλα.
Έ , μα τούτος ο μήνας ο Αύγουστος ανάθεμα τον με τα καπρίτσια του και την άξαφνη οργή του , κάνει τόσες κι τόσες καρδιές να βουρλίζονται και να τρέμουν ίσα που να δουν τον σωρό να σηκώνεται απ’ τ’ αλώνι.
Τα μολυβένια σύγνεφα που πλάκωσαν σε λίγο πάνω από το κεφάλι του Στεφανή , κέντησαν την καρδιά του με χίλια βελόνια . Κείνη η κρύα η σκιάδα σαν αναπάντεχο σούρουπο στο απομεσήμερο , που χύνονταν απ’ τόνα χτήμα στ’ άλλο , σα να πετάνε πάνω τους κάποια πλατυφτέρουγη νυχτερίδα , που ήσκιαζε τον ήλιο με τα πέτσινα φτερά της , έκανε να σβένει κάθε χλαλοή σαν από άγνωστη φοβέρα . Στόμωσε ακόμα και κείνη η γρατζουνιστή στριγγλιά του τσίτζηρα και τα τρουποκάρυδα -τούτοι οι φτερωτοί διάβολοι – ζήταγαν ανήσυχα και με βιάση , καταφυγή στα θάμνα και στις μπερδεμένες πικραμυδγαλιές , που φράζανε κάτου στο ….το χτήμα .
Αν έβρεχε , τι θα γινόταν ; Όλα τα κόπια του θα πήγαιναν χαμένα κι’ η δυχατέρα του η Γιαννούλα θάμενε και πάλι ανύπαντρη και θα μαράζωναν κοντά της και τ’ άλλα θηλυκά .
Σύγνεφα στη «Μοναχελιά» , σύγνεφα στο « Καρασουμάνι» σύγνεφα στον «Εγκλιανό» , έδειχναν ολοφάνερα πως δεν θ’ αργούσε η συμφορά . Πέρα , κατά το Νιόκαστρο , μια σκοτεινή θολούρα πλάκωνε τη θάλασσα κι’ έβαφε σκούρα το Ναβαρίνο και τον Άη Νικόλα.
Σε λίγο τα μπουμπουνητά , σαν να γκρεμιζόντουσαν τα ουράνια και να κατρακύλαγαν θεόρατα βουνά στο χάος , συγκλόνιζαν τους χτηματίες και ξεσήκωναν μέσα τους την πιο φοβερή αγωνία. Περνώντας κείνη η θολούρα από τη Σγράπα , όσο πήγαινε και ξάπλωνε σ’ ούλο τον κάμπο …
Αργές και χοντρές ψιχάλες , πως λες πως τις τίναζαν έτσι ορμητικά πολυδάκτυλες χερούκλες , άρχισαν να πέφτουν αποσημαίνοντας τον κατακλυσμό .
Ο γέρο- Στεφανής άρπαξε την σαρωματίνα και το φτυάρι κι’ έτρεξε να σαρώσει όπως – όπως , τη σταφίδα και ναν τη σκεπάσει με κάτι κουρελούδες . Μα που καιρός και που να πρωτοπάει ; Τούτη η ανημποριά σε κάτι τέτοιες ώρες , είναι χειρότερη από φονικό . Νοιώθοντας , το λοιπόν την αδυναμία του να γίνει χίλια κομμάτια κι’ έχοντας ολοζώντανη την εικόνα της καταστροφής μπρος στα μάτια του , παράτησε τη δουλειά κι’ έτρεξε βουρλιστός στο καλύβι . Μα ως που να γυρίσει , ο κατακλυσμός τον είχε προλάβει πιο κι’ από την γληγοράδα τ’ αλαφιού . Άρπαξε το δίκαννο , σαν να μην ήξερε τι έκανε , και βγαίνοντας απειλητικός όξω , τάβαλε με το Θεό.
-Βρέχεις , έ Θέ μου ; καλά κάνεις !…. Αφεντικό είσαι τη δουλειά σου κάνεις , μάπρεπε νάμαι γω θεός και συ Στεφανής . Νάχεις σταφίδα στο «Καρασουμάνι» , σταφίδα στη «Μονοχελιά» , σταφίδα στην «Αλαφίνα» , σταφίδα ρε Θε μου , στην « Καλντάμω» . Νάχεις τρία κορίτσια της παντρειάς , να χρωστάς τα μαλλοκεφαλά σου κι απουπάνου να στη ρίχνω εγώ να λαλήσει ή θα ..
– Μπάμ ! …Μπούμ!… δύο ντουφεκιές ακούστηκαν μέσα στο χαλασμό της βροχής ανακατεμένες με μια δεινή βλαστήμια . Ο Στεφανής άδειασε το δίκαννο κατά τον ουρανό , θαρρώντας πως έτσι εκδικιέται το Θεό.
Όμως κείνο το υγρό στοιχείο , πούχε τραγανίσει σαν πόντικας το πεδούκλι του και χύμαε λυσσασμένο κι’ ασυγκράτητο απ’ τον ουρανό στη γη για να την πνίξει μεσ’ στα θολά ποτάμια του , πήρε σύμμαχο κι’ ένα άλλο ξέφρενο θεριό , που ερχόταν καλπάζοντας και μούγγριζε , σαν πεινασμένο λιοντάρι . Με την μια πατούσα του κατά την θάλασσα και την άλλη στα στριφτοφάραγγα της Αγιάς , ώρμαε κείνος ο ανήμερος γαρμπής (*)!
Τι φοβερό πράγμα ετούτος ο Μπραΐμης ! Αδε σούρνει πίσω του μπουλούκια , τους μακελάρηδες αραπάδες , φέρνει κοσμοχαλάστρα τη λύσσα του κι’ όλα τα στοιχειά του βουνού και του πελάου.
Ο δόλιος ο Στεφανής , αφού πάλεψε , του κάκου , με την αξίνα ν’ ανοίξει πέρασμα στα νερά κείθ’ απ’ το σωρό και βλέποντας να χάνονται τα κόπια του , ρίχτηκε πάνω στη σταφίδα βάζοντας αντινώμι το στήθος και τα μπράτσα του για να κρατήσει το πολύτιμο θησαυρό, που τον παρέσυραν χοχλακίζοντας τα νερά .
Πάνωθε και γύρωθέ του , σ’ ένα γκριζοσκότεινο ουρανό , έσκαζαν οι κεραυνοί με τα φοβερά τους ουρλιαχτά κι’ όργωναν τον ορίζοντα με κείνες τις πύρινες ρίζες , που τύφλωναν τα μάτια . Ο Στεφανής αγωνιζόταν απεγνωσμένα , πεσμένος μπρούμυτα σε κείνο το σωρό . Τα νερά , καθώς κατέβαιναν απ’ τις πεζούλες του μπούκωναν το στόμα κι’ όλο παρασέρναν διαρκώς στην κατηφόρα της πλαγιάς , πέρα απ’ τ’ αλώνι , κείνα τα μαύρα σπειριά .
Νερά , νερά θάλασσα λες κι’ άνοιξαν οι καταρράχτες τ’ ουρανού για την συντέλεια του κόσμου . Κείνο το οστριογάρμπι (**) μάνιαζε ασταμάτητο , σα νάτρεχαν πάνω απ’ τις σταφίδες λεγεώνες απ’ ανήμερα κι’ άφαντα δαιμονικά . Οι κεραυνοί έδιναν κι’ έπαιρναν και τα μπουμπουνητά , σα στο μεσοχείμωνο , αλώνιζαν τον ουρανό κι’ άφηναν το ποδοβολητό τους στο βουρκωμένο χάος , τέρατα , λες , με σιδερένιες πατούσες , που όδευσαν πάνω από μια κούφια γης κι ‘ έρχονταν βροντερό τ’ απόηχό τους να προσθέσει την τρομάρα σε τούτη τη συμφορά .
Χειρότερος κι’ από τον καρτελά(***) της Αρκαδιάς κείνος ο γαρμπής ξέσκιζε , με χίλια τροχισμένα νύχια , τις φυλλωσιές των δένδρων . Άρπαζε με μανία τα κούρβουλα , έμπλεχε τις βέργες του , τις λύγαε από δω , τις πεδούκλωνε από κει , θαρρείς και τις έζωνε στη μέση του , κι’ έκανε τις πολύκλωνες αχλαδιές να δείχνουν σαν της στρίγγλας τα μαλλιά . Απόκοντα , σα νάσπαζαν με μιας κελίνα τα τρισαπέραντα πνεμόνια του , χύνονταν , Θε μου , η βουή όμοια μακρόσυρτο κι’ ατέλειωτο μοιρολόι , που τόσερνε πέρα για πέρα η φτωχολογιά των μικρονοικοκυραίων :
Η βροχή είναι αρίδα
που τρυπάει την καρδιά μας
και πεινάνε τα παιδιά μας .
Όμως κείνα τα στοιχειά δεν καταλάβαιναν την γλώσσα τούτου του θρήνου κι’ όρμαγαν και σκύλιαζαν ασταμάτητα κι’ έφερναν τα πάνω κάτω , τσάκιζαν δένδρα , ξερίζωναν ελιές κι’ έμπηγαν τα στιλέτα τους στις καρδιές του του βασανισμένου αυτού κοσμάκη.
Το χαλάζι , σαν να το ξέρναγαν χιλιάδες στόματα , ήρθε σύγκαιρα και δαύτο να χοροπηδήσει πάνω στ’ αλώνια και να ξεκουρελιάζει , ότι είχε απομείνει από τα πρωτινά στοιχειά .
Σε μια στιγμή κείνος ό άνεμος άρπαξε στις χερούκλες του το καλύβι του Στεφανή και μια τριμμένη αντρομίδα (***) , που τη βούρλιζε και την ανέμιζε σα μπαϊράκι πάνω σε τούτο το πεδίο της καταστροφής . Καθώς είδε , σε μια στροφή των ματιών του , κείνο το σάβανο ν’ ανεμοδέρνει πάνω απ’ το κεφάλι του , έτρεξε κατά κει να δει τι απέμεινε από το ασήμαντο , μα το πολύτιμο και χρήσιμο νοικοκυριό του καλυβιού του . Μια κασέλα , πούχε το σκουτικό του βιός , ταξίδευε προς το κατήφορο , ενώ η μαγκούρα του κολύμπαγε και κείνη μ’ απλωτές στη θολερή πλημμύρα . Ένα κλαδευτήρι ξεπλυμένο από την αλύπητη μπόρα , άστραψε μπρος τα μάτια του , ενώ τα ματόφυλλα και τα τσίνορά του γεμάτα από λάσπες και σαρίδια τον έκαναν να βλέπει πιο θολό εκείνο το βούρκωμα . Σα νάχε χάσει πια ολότελα τα λοϊκά του χουφτιάζει , σφίγγει γερά , λες μ’ ατσαλένια δάκτυλα , εκείνο το φονικό σύνεργο κι’ ορμάει κείθες , σε κάτι λιγοστά σπειριά πούχαν απομείνει από το πρώτο σωρό.
– Πάμε μαζί με τούτο το θολό ταξίδι , μαύρα μου ματάκια! Φώναξε κι’ ύστερα :
– Γκάπ !! Το κλαδευτήρι χώρισε στα δύο το κούτελό του και σφηνώθηκε ίσα στο μυαλό του.
Τούτο τον Χριστιανό τον πικρόκλαψε ο κάμπος και τον αναθυμούνται πάντα από τότες , σαν φτάνει ο μήνας Αύγουστος με τα καπρίτσια του και την άξαφνη οργή του , π’ ανάθεμά τον ! Κι’ όντας αρχίζουν να κονταροχτυπιούνται οι αστραπές με τα λυκόσκυλα τους κεραυνούς κι’ ακούγεται κείνο το φοβερό ποδοβολητό τους :
– Έρχεται ! … Έρχεται ο Στεφανής !!! φωνάζουν βουρλισμένοι πέρα στον κάμπο , καθώς τρέχουν στους σωρούς με τα λιόπανα και τις κουρελούδες . Και καθώς λένε , έρχεται και κείνος , άφαντος στων αλλουνών τα μάτια , να μαζέψουν την σταφίδα του πριν την αρπάξουν τα νερά , να κάνει το κομπόδεμα και να παντρέψει κείνη την έρμη τη Γιαννούλα …
Πέτρος Ολύμπιος
Πελοποννησιακό Ημερολόγιο
Γράφει ο Πέτρος Ολύμπιος στο δημοσίευμα «Ο λαός για τη Σταφίδα» στα Τριφυλιακά Χρονικά το 1935 αναφερόμενος στο περιστατικό αυτό : «Το επεισόδιο μάλιστα τούτο ώθησε το συμπολίτη μας κ. Θέμη Τριφύλιο ( Γεώργιο Καλογερόπουλο ) στη συγγραφή ενός διηγήματος που δημοσιεύτηκε , μ επαινετικές κρίσεις στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια». Το διήγημα είχε τίτλο « Οργή Θεού»
Το διήγημα αυτό θα ξανά δημοσιευθεί στο Βιβλίο «Ο Μπολότης» του Θέμη Τριφύλιου ( Γεώργιου Καλογερόπουλου) το 1947 , από το Βιβλιοπωλείο Αγγ. Κουλουμπή , Πάτρα
(*) Λίβας ή Γαρμπής . Κατά τη ναυτική παράδοση της Μεσογείου, ο λίβας ή γαρμπής είναι νοτιοδυτικός άνεμος. Το όνομα λίβας προέρχεται από τη λέξη Λιψ (Λίβυος) και συνδέεται με το γεγονός ότι φαινομενικά πνέει από τη Λιβύη. Το όνομα γαρμπής προέρχεται από το βενετικό garbin το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το αραβικό غربي (garbī) που σημαίνει δυτικός.
Ο λίβας είναι κατά βάση ένας ήπιας ταχύτητας ξηρός και θερμός άνεμος, ο οποίος πνέει στη Μεσόγειο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ωστόσο επηρεάζει κατά κύριο λόγο την Κορσική. Στην υπόλοιπη επικράτεια είναι πιο εμφανής τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε και συνοδεύεται από απότομη αύξηση της θερμοκρασίας. Στην παραδοσιακή γεωργία έχει επικρατήσει να λέγεται πως ο λίβας καίει τα σπαρτά, καθώς τα χαρακτηριστικά του ευνοούν την αφυδάτωση των καλλιεργειών, οδηγώντας ενδεχομένως στην αποξήρανσή τους ή ακόμη και σε καταστροφή της σοδειάς. Στη θάλασσα, ο λίβας μπορεί να επιφέρει μπουρίνια και θαλασσοταραχή, ωστόσο δεν διαρκεί συνήθως πάνω από μία-δυο μέρες.
(**) Νότιος – νοτιοδυτικός
(***) Καρτελάς , βόρειος άνεμος στην περιοχή της Κυπαρισσίας
(****) αντρομίδα < (καθαρεύουσα) ενδρομίς < (ελληνιστική κοινή) ἐνδρομίς < ἔνδρομος < ἐν + δρόμος ενδρομίδα(ιδιωματικό) : βαρύ μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποιείται σαν σκέπασμα, πανωφόρι κ.λπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου