
Μετά την πρόσφατη μεταρρύθμιση της αγροτικής πολιτικής της ΕΕ, οι ενισχύσεις διαχωρίστηκαν από την παραγωγή, δηλ. έπαψαν να είναι ανάλογες της «ποσότητας» που παράγεται και συνδέθηκαν με την «ποιότητα» των παραγόμενων προϊόντων και τις καλές γεωργικές πρακτικές. Ετσι οι αγροτικές ενισχύσεις έρχονται να προστεθούν στα κονδύλια προστασίας της βιοποικιλότητας του Δικτύου «Natura 2000», ώστε αθροισμένες να αποτελέσουν τον κύριο μοχλό ανάπτυξης των ενταγμένων περιοχών. Πολλοί μύθοι έχουν ανατραπεί σήμερα. Στις περιοχές που εντάσσονται στο «Natura 2000», τα κτήματα δεν χάνουν αξία, αλλά αποκτούν μεγαλύτερη, οι οικονομικές δραστηριότητες αυξάνονται αντί να περιορίζονται, το κυνήγι και το ψάρεμα αναγνωρίζονται ως μορφές αειφόρου ανάπτυξης κι όχι ως αντιπεριβαλλοντικές πρακτικές, ενώ ο τουρισμός αποκτά ποιοτικά χαρακτηριστικά τέτοια που να συμμετέχει στην προστασία της βιοποικιλότητας και δεν καταργείται. Ολα αυτά βέβαια δεν μπορούν να γίνουν πράξη εάν το κράτος εμμένει στο ξεπερασμένο μοντέλο της συγκεντρωτικής «προστασίας του περιβάλλοντος», όπως αυτό που προτείνει για την περιοχή του Κυπαρισσιακού Κόλπου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επιστρέφοντας στο... 1937, αποκλείοντας κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και προκαλώντας (για ακόμη μια φορά) αντιευρωπαική αναταραχή στην τοπική κοινωνία. Η βασική ευρωπαϊκή Οδηγία των Οικοτόπων (1992), προϊόν πενταετούς διαβούλευσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, βασίζεται στην «αρχή της αποκεντρωμένης δικαιοδοσίας». Τα κράτη-μέλη ενθαρρύνονται να δημιουργούν σχέδια διαχείρισης σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς κάθε περιοχής, που είναι και οι μόνοι οι οποίοι γνωρίζουν πώς πρέπει να αναπτυχθεί η περιοχή τους (είναι προφανές ότι αλλιώς πρέπει να αναπτυχθεί ο δασικός δρυμός της Πάρνηθας και αλλιώς ο Κυπαρισσιακός Κόλπος...) ποιες δραστηριότητες πρέπει να ενισχυθούν, ποιες περιοχές να αναβαθμιστούν κ.λπ. Το άρθρο 6 δε της Οδηγίας αυτής καθορίζει επακριβώς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται, κατά τη διάρκεια δημιουργίας μιας επένδυσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου