Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Για τη νομοθεσία που διέπει το ελαιόλαδο και την ποιότητα του ελληνικού προϊόντος μίλησαν οι σύνεδροι στην ημερίδα με θέμα «Εξελίξεις στη διασφάλιση παραγωγής, τυποποίησης και προώθησης ποιοτικού ελαιολάδου», που διοργανώθηκε στις 11 Δεκεμβρίου στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών από τη Λέσχη Φίλων Ελαιολάδου – ΦΙΛΑΙΟΣ και το Ελληνικό Φόρουμ για την Επιστήμη και Τεχνολογία Λιπιδίων (Greek Lipid Forum).
Καταρχάς, στην ημερίδα τονίστηκε η ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου και παρουσιάστηκαν οι παράγοντες που την επηρεάζουν. Σύμφωνα με την Αντωνία Τριχοπούλου, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας, το πλεονέκτημα της Ελλάδας δεν είναι η ποσότητα, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας, αλλά η ποιότητα. Όπως είπε, «με την επιστημονική γνώση θα μπορούσαμε να καταξιώσουμε το ελληνικό ελαιόλαδο, καθώς χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση δε γίνεται να προβληθεί ένα προϊόν».
Ωστόσο, «αν και αγωνιστήκαμε τόσο πολύ, το ελληνικό ελαιόλαδο δεν ακούγεται στο εξωτερικό, κάτι που φαίνεται από τα νούμερα των εξαγωγών μας». Όμως, όπως τόνισε ο Κώστας Στουρνάρας από το Τμήμα Ελαίας του Υπ.Α.Α.Τ., «το θέμα δεν είναι η ποιότητα των ελληνικών ελαιολάδων, αλλά ποιος είναι έτοιμος και διατεθειμένος στην Ελλάδα να επενδύσει σε αυτή την ποιότητα».
Όσον αφορά στους παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα του προϊόντος, σύμφωνα με τη Στέλλα Ιωσηφίδου από το Εργαστήριο Λιπών και Ελαίων του Γενικού Χημείου του Κράτους, αυτοί είναι «η γεωγραφική περιοχή, η ποικιλία και η ποιότητα του ελαιοκάρπου».
Από την άλλη, το σύστημα παραλαβής του ελαιολάδου (διφασικό ή τριφασικό) δε δημιουργεί διαφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, όπως προκύπτει από έρευνες του Εργαστηρίου Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων του ΑΠΘ και του Εργαστηρίου Λιπών και Ελαίων, που παρουσίασαν η Μαρία Τσιμίδου και η Στέλλα Ιωσηφίδου αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την Ελένη Μποτίστη, προϊστάμενη του Εργαστηρίου Υπολειμμάτων Φυτοφαρμάκων του Γενικού Χημείου του Κράτους, η οποία παρουσίασε τα αποτελέσματα ελέγχου υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων σε ελαιόλαδα, «παρατηρείται χαμηλό ποσοστό υπολειμματικότητας», και μάλιστα «έχουν μειωθεί οι συγκεντρώσεις σε ορισμένα ευρήματα, όπως το φένθιον».
Όπως παρουσίασε η Ζήνια Σπυράντη, διευθύντρια Ποιότητας και Επικοινωνίας στο εργοστάσιο της ΕΛΑΪΣ, από την εξέταση φρέσκων φετινών ελαιολάδων προκύπτει ότι τα ελληνικά ελαιόλαδα δεν έχουν πρόβλημα όσον αφορά στα διγλυκερίδια, τις πυροφαιοφυτίνες και τους επιμολυντές».
Όπως τόνισε, «έχουμε καλό ελαιόλαδο, αλλά αν θέλουμε να το καταστήσουμε το καλύτερο του κόσμου, είναι απαραίτητο να το διασφαλίσουμε και να συνεργαστούμε όλοι οι εμπλεκόμενοι».
Επιπλέον, όπως τόνισαν οι ομιλητές, πρέπει να αξιοποιηθεί η οργανοληπτική εξέταση, η οποία, όπως είπε ο κ. Αλεξόπουλος από το Τμήμα Διεργαστηριακών Μελετών του Γενικού Χημείου του Κράτους, βασίζεται στη γεύση και την οσμή, είναι πολύ σημαντική και δεν μπορεί να αντικατασταθεί με άλλη.
Τη σημασία της οργανοληπτικής αξιολόγησης τόνισε και η Έφη Χριστοπούλου, χημικός εμπειρογνώμων, καθώς «τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά καταλαβαίνει και ο καταναλωτής». Όπως πρόσθεσε, «οι Ιταλοί αξιοποιούν αυτά τα χαρακτηριστικά και έτσι πρέπει να γίνεται». Αντιθέτως, «εδώ έχουμε μείνει στην οξύτητα».
Εκτός από την αξιοποίηση της οργανοληπτικής αξιολόγησης, στη διαφήμιση του ποιοτικού ελαιολάδου μπορεί να συμβάλει και η εκπαίδευση, η οποία πρέπει να ξεκινά από το σχολείο, σύμφωνα με τη Λόλα Καππάτου, γενική διευθύντρια παραγωγής του εργοστασίου ΕΛΑΪΣ, καθώς υπάρχουν πολλοί καταναλωτές που δεν προτιμούν το αγουρέλαιο, παρά την ποιότητά του, λόγω της πικρής του γεύσης.
Χαρακτηριστικό της «έλλειψης εκπαίδευσης», όπως σημείωσε ο Κώστας Κοτροκόης, είναι ότι δεν υπάρχει καμία έδρα πανεπιστημίου στην Ελλάδα που να ασχολείται με τα θέματα του ελαιολάδου, σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου «το ’98 υπήρχαν 18 έδρες ελαιολάδου».
«Δεν είμαστε προετοιμασμένοι και δεν έχουμε στρατηγική, με την οποία μία χώρα και ένας κλάδος πάει μπροστά», επισήμανε ο Άγγελος Μοχλούλης, γενικός διευθυντής της PIERALISI HELLAS.
Επίσης, στην ημερίδα παρουσιάστηκαν από τον Γιώργο Σειραγάκη, τεχνικό διευθυντή της Foodallergenslab, οι απαιτήσεις εργαστηριακών ελέγχων για εξαγωγές ελαιολάδου στη Ρωσία, την Κίνα και τις ΗΠΑ και αναλύθηκαν από την κυρία Χριστοπούλου τα υπέρ και τα κατά της τροποποίησης ορίων του Κανονισμού 2568/91 για το παρθένο ελαιολάδο.
Τέλος, απονεμήθηκαν τα εταιρικά βραβεία «ΚΟΤΙΝΟΣ 2013», «Συσκευασίας» και Ποιότητας». Στη συγκεκριμένη εκδήλωση διακρίθηκε και η Μεσσηνία με δύο εταιρείες της. Στο Βραβείο Συσκευασίας η εταιρεία Καρούμπαλης Α.Ε., με το λάδι «ΑΕΝΑΟ», κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο. Στο Βραβείο Ποιότητας και στην κατηγορία έντονο φρουτώδες, χρυσό μετάλλιο κατέκτησε το λάδι «Ελαιώνιον» ΠΟΠ Καλαμάτας Κορωνέικο, της εταιρείας ΑΓΡΟ.ΒΙ.Μ Α.Ε.
Η νέα σειρά ποιοτικών προϊόντων με την επωνυμία ΕΛΑΙΩΝΙΟΝ, ειδικά σχεδιασμένη για την ελληνική αγορά, προσφέρει προϊόντα υψηλής ποιότητας, από επιλεγμένες περιοχές της Ελλάδας, ξεκινώντας πρώτα από την περιοχή που γνωρίζει καλύτερα, τη Μεσσηνία, με δύο προϊόντα, το ΠΟΠ Καλαμάτας, με ονομασία προστατευόμενης προέλευσης, και το Μεσσηνιακό, προωθώντας μια περιοχή που χρόνια τώρα παράγει ένα από τα καλύτερα ελαιόλαδα της χώρας.
Φυσικά, από την γκάμα δε λείπουν τα βιολογικά προϊόντα στα οποία δραστηριοποιείται πολλά χρόνια με τις εξαγωγές, με βιολογικό ελαιόλαδο και ελιές. Σημαντική θέση κατέχουν, όπως θα έπρεπε, άλλωστε, και οι ελιές Καλαμάτας, γνήσιες και από την περιοχή της Μεσσηνίας μόνο.
Καταρχάς, στην ημερίδα τονίστηκε η ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου και παρουσιάστηκαν οι παράγοντες που την επηρεάζουν. Σύμφωνα με την Αντωνία Τριχοπούλου, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας, το πλεονέκτημα της Ελλάδας δεν είναι η ποσότητα, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας, αλλά η ποιότητα. Όπως είπε, «με την επιστημονική γνώση θα μπορούσαμε να καταξιώσουμε το ελληνικό ελαιόλαδο, καθώς χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση δε γίνεται να προβληθεί ένα προϊόν».
Ωστόσο, «αν και αγωνιστήκαμε τόσο πολύ, το ελληνικό ελαιόλαδο δεν ακούγεται στο εξωτερικό, κάτι που φαίνεται από τα νούμερα των εξαγωγών μας». Όμως, όπως τόνισε ο Κώστας Στουρνάρας από το Τμήμα Ελαίας του Υπ.Α.Α.Τ., «το θέμα δεν είναι η ποιότητα των ελληνικών ελαιολάδων, αλλά ποιος είναι έτοιμος και διατεθειμένος στην Ελλάδα να επενδύσει σε αυτή την ποιότητα».
Όσον αφορά στους παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα του προϊόντος, σύμφωνα με τη Στέλλα Ιωσηφίδου από το Εργαστήριο Λιπών και Ελαίων του Γενικού Χημείου του Κράτους, αυτοί είναι «η γεωγραφική περιοχή, η ποικιλία και η ποιότητα του ελαιοκάρπου».
Από την άλλη, το σύστημα παραλαβής του ελαιολάδου (διφασικό ή τριφασικό) δε δημιουργεί διαφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, όπως προκύπτει από έρευνες του Εργαστηρίου Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων του ΑΠΘ και του Εργαστηρίου Λιπών και Ελαίων, που παρουσίασαν η Μαρία Τσιμίδου και η Στέλλα Ιωσηφίδου αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την Ελένη Μποτίστη, προϊστάμενη του Εργαστηρίου Υπολειμμάτων Φυτοφαρμάκων του Γενικού Χημείου του Κράτους, η οποία παρουσίασε τα αποτελέσματα ελέγχου υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων σε ελαιόλαδα, «παρατηρείται χαμηλό ποσοστό υπολειμματικότητας», και μάλιστα «έχουν μειωθεί οι συγκεντρώσεις σε ορισμένα ευρήματα, όπως το φένθιον».
Όπως παρουσίασε η Ζήνια Σπυράντη, διευθύντρια Ποιότητας και Επικοινωνίας στο εργοστάσιο της ΕΛΑΪΣ, από την εξέταση φρέσκων φετινών ελαιολάδων προκύπτει ότι τα ελληνικά ελαιόλαδα δεν έχουν πρόβλημα όσον αφορά στα διγλυκερίδια, τις πυροφαιοφυτίνες και τους επιμολυντές».
Όπως τόνισε, «έχουμε καλό ελαιόλαδο, αλλά αν θέλουμε να το καταστήσουμε το καλύτερο του κόσμου, είναι απαραίτητο να το διασφαλίσουμε και να συνεργαστούμε όλοι οι εμπλεκόμενοι».
Επιπλέον, όπως τόνισαν οι ομιλητές, πρέπει να αξιοποιηθεί η οργανοληπτική εξέταση, η οποία, όπως είπε ο κ. Αλεξόπουλος από το Τμήμα Διεργαστηριακών Μελετών του Γενικού Χημείου του Κράτους, βασίζεται στη γεύση και την οσμή, είναι πολύ σημαντική και δεν μπορεί να αντικατασταθεί με άλλη.
Τη σημασία της οργανοληπτικής αξιολόγησης τόνισε και η Έφη Χριστοπούλου, χημικός εμπειρογνώμων, καθώς «τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά καταλαβαίνει και ο καταναλωτής». Όπως πρόσθεσε, «οι Ιταλοί αξιοποιούν αυτά τα χαρακτηριστικά και έτσι πρέπει να γίνεται». Αντιθέτως, «εδώ έχουμε μείνει στην οξύτητα».
Εκτός από την αξιοποίηση της οργανοληπτικής αξιολόγησης, στη διαφήμιση του ποιοτικού ελαιολάδου μπορεί να συμβάλει και η εκπαίδευση, η οποία πρέπει να ξεκινά από το σχολείο, σύμφωνα με τη Λόλα Καππάτου, γενική διευθύντρια παραγωγής του εργοστασίου ΕΛΑΪΣ, καθώς υπάρχουν πολλοί καταναλωτές που δεν προτιμούν το αγουρέλαιο, παρά την ποιότητά του, λόγω της πικρής του γεύσης.
Χαρακτηριστικό της «έλλειψης εκπαίδευσης», όπως σημείωσε ο Κώστας Κοτροκόης, είναι ότι δεν υπάρχει καμία έδρα πανεπιστημίου στην Ελλάδα που να ασχολείται με τα θέματα του ελαιολάδου, σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου «το ’98 υπήρχαν 18 έδρες ελαιολάδου».
«Δεν είμαστε προετοιμασμένοι και δεν έχουμε στρατηγική, με την οποία μία χώρα και ένας κλάδος πάει μπροστά», επισήμανε ο Άγγελος Μοχλούλης, γενικός διευθυντής της PIERALISI HELLAS.
Επίσης, στην ημερίδα παρουσιάστηκαν από τον Γιώργο Σειραγάκη, τεχνικό διευθυντή της Foodallergenslab, οι απαιτήσεις εργαστηριακών ελέγχων για εξαγωγές ελαιολάδου στη Ρωσία, την Κίνα και τις ΗΠΑ και αναλύθηκαν από την κυρία Χριστοπούλου τα υπέρ και τα κατά της τροποποίησης ορίων του Κανονισμού 2568/91 για το παρθένο ελαιολάδο.
Τέλος, απονεμήθηκαν τα εταιρικά βραβεία «ΚΟΤΙΝΟΣ 2013», «Συσκευασίας» και Ποιότητας». Στη συγκεκριμένη εκδήλωση διακρίθηκε και η Μεσσηνία με δύο εταιρείες της. Στο Βραβείο Συσκευασίας η εταιρεία Καρούμπαλης Α.Ε., με το λάδι «ΑΕΝΑΟ», κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο. Στο Βραβείο Ποιότητας και στην κατηγορία έντονο φρουτώδες, χρυσό μετάλλιο κατέκτησε το λάδι «Ελαιώνιον» ΠΟΠ Καλαμάτας Κορωνέικο, της εταιρείας ΑΓΡΟ.ΒΙ.Μ Α.Ε.
Η νέα σειρά ποιοτικών προϊόντων με την επωνυμία ΕΛΑΙΩΝΙΟΝ, ειδικά σχεδιασμένη για την ελληνική αγορά, προσφέρει προϊόντα υψηλής ποιότητας, από επιλεγμένες περιοχές της Ελλάδας, ξεκινώντας πρώτα από την περιοχή που γνωρίζει καλύτερα, τη Μεσσηνία, με δύο προϊόντα, το ΠΟΠ Καλαμάτας, με ονομασία προστατευόμενης προέλευσης, και το Μεσσηνιακό, προωθώντας μια περιοχή που χρόνια τώρα παράγει ένα από τα καλύτερα ελαιόλαδα της χώρας.
Φυσικά, από την γκάμα δε λείπουν τα βιολογικά προϊόντα στα οποία δραστηριοποιείται πολλά χρόνια με τις εξαγωγές, με βιολογικό ελαιόλαδο και ελιές. Σημαντική θέση κατέχουν, όπως θα έπρεπε, άλλωστε, και οι ελιές Καλαμάτας, γνήσιες και από την περιοχή της Μεσσηνίας μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου