Αλλωστε, τα οικονομικά αποτελέσματα που παρουσιάζει από το 2019 μέχρι σήμερα, αποδεικνύουν και στην πράξη πως έχει γυρίσει σελίδα και είναι έτοιμη να κάνει το επόμενο βήμα σε πράσινες -και όχι μόνο- επενδύσεις.
Οπως χαρακτηριστικά τονίζουν πηγές στον Ελεύθερο Τύπο, η ΑΜΚ πρόκειται να συνεισφέρει στην περαιτέρω ανάπτυξη και στη μετεξέλιξη της Επιχείρησης σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη στο χώρο της ενέργειας.
Επί της ουσίας, με την αύξηση κεφαλαίου και τα έσοδα από την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ, η ΔΕΗ θα συγκεντρώνει κεφάλαια άνω των 2 δισ. ευρώ, που θα της επιτρέψουν να προχωρήσει άμεσα σε δύο κρίσιμες αναπτυξιακές κινήσεις. Αρχικά, θα κάνει το βήμα σε επενδύσεις που αφορούν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και, εν συνεχεία, σε εξαγορές παραγωγικών μονάδων πράσινης ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Με τις κινήσεις αυτές, όπως τονίζουν οι ίδιες πηγές, η ΔΕΗ θα αυξήσει την παραγωγική της δυνατότητα, θα περιορίσει στο ελάχιστο την εξάρτησή της (μαζί και της χώρας) από εισαγωγές, θα μειώσει το κόστος παραγωγής και θα διασφαλίσει χαμηλότερες τιμές για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. «Κι όλα αυτά αντλώντας κεφάλαια από την αγορά, χωρίς να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές ή το κράτος, ως βασικός μέτοχος της ΔΕΗ», επισημαίνουν χαρακτηριστικά.
Τι αλλάζει
Μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ, το 51% του Ελληνικού Δημοσίου θα αντιστοιχεί πια στο σύνολο των νέων και παλιών μετοχών σε ποσοστό 33,33%, αλλά, επειδή οι μετοχές του ΤΑΙΠΕΔ (θα αντιστοιχούν στο 7%) θα πρέπει να πουληθούν βάσει του τρόπου λειτουργίας του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων, αυτές θα μεταβιβαστούν στο Υπερταμείο, ώστε το Ελληνικό Δημόσιο να διατηρήσει τον έλεγχο του 33,33%.
Η έγκριση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου θα ζητηθεί από τους μετόχους στις 19 Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια έκτακτης γενικής συνέλευσης. Εντός του ίδιου μήνα θα ανοίξει το βιβλίο προσφορών και θα ανακοινωθεί η τιμή διάθεσης των μετοχών, ενώ στις αρχές Νοεμβρίου θα ξεκινήσει η διαπραγμάτευση των νέων μετοχών.
«Κόντρες»
Κυβέρνηση και ΔΕΗ, έχοντας απώτερο σκοπό να αποφευχθεί η είσοδος ενός στρατηγικού επενδυτή που θα είχε περισσότερα δικαιώματα στον έλεγχο της διοίκησης, αποφάσισαν μια εναλλακτική μορφή περαιτέρω ιδιωτικοποίησης της εταιρίας έναντι της συμφωνίας που είχε κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για την πώληση του 17%.
Τα νέα δεδομένα ωστόσο βρίσκουν εκ διαμέτρου αντίθετους τόσο την αντιπολίτευση όσο και τη ΓΕΝΟΠ, οι οποίοι μιλούν για «αιφνιδιαστική απόφαση ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ».
Πηγές, απαντώντας σε αυτές τις κατηγορίες, αναφέρουν πως δεν πρόκειται ούτε για ξεπούλημα ούτε καν για πώληση. «Αν γινόταν πώληση, όπως προέβλεπε το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ, τα έσοδα θα πήγαιναν στους δανειστές για το δημόσιο χρέος και όχι στη ΔΕΗ. Τώρα τα λεφτά μπαίνουν στην εταιρία και αυξάνουν την αξία της, ενώ, αν πουλιόταν το 17% των μετοχών, η αξία της εταιρίας δεν θα αυξανόταν, καθόλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά καταγγέλλει τον εαυτό του, διότι είναι η δική του κυβέρνηση που είχε αποφασίσει την πώληση του 17% της ΔΕΗ. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το θεωρούσε ξεπούλημα; Αν κάποιος ξεπουλούσε τη ΔΕΗ ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που απαξίωσε την Επιχείρηση και τη μετοχή της, την οδήγησε σε επιζήμιες δεσμεύσεις και την έφτασε ένα βήμα πριν από τη χρεοκοπία, όπως έλεγε η ίδια η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή της εταιρίας τον Απρίλιο 2019», τονίζουν χαρακτηριστικά.
Απαντήσεις…
Αναφορικά με όσους υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση «ξεπουλά» τη ΔΕΗ επειδή βιάζεται να προχωρήσει στην απολιγνιτοποίηση, οι ίδιες πηγές διευκρινίζουν πως η απολιγνιτοποίηση συνιστά στρατηγική επιλογή της χώρας, για λόγους οικονομικούς και περιβαλλοντικούς. «Η Ελλάδα θέλει να είναι πρωταγωνίστρια στον αγώνα κατά της κλιματικής κρίσης και πρωταγωνίστρια στην εποχή μιας νέας, πράσινης και βιώσιμης ανάπτυξης, στην οποία προσανατολίζεται όλη η Ευρώπη. Από εκεί και πέρα, η ΔΕΗ θα είχε μεγαλύτερες ζημιές αν δεν είχε ήδη περιορίσει την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη. Το 2018 και το 2019 η ΔΕΗ εμφάνιζε τις ζημίες και λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Τότε μάλιστα τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων βρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πέριξ των 25 ευρώ ο τόνος. Στα τέλη Αυγούστου 2021 η τιμή των ρύπων είχε φτάσει τα 61 ευρώ ανά τόνο. Αν η ΔΕΗ δεν είχε εγκαταλείψει το λιγνίτη, το κόστος για την Επιχείρηση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο! Γι’ αυτό και ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης ότι η αύξηση των τιμολογίων οφείλεται στη βιασύνη της Ελλάδας να εγκαταλείψει το λιγνίτη είναι απολύτως λανθασμένος. Χρησιμοποιώντας λιγνίτη, το κόστος για την εταιρία λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπου είναι μεγαλύτερο», καταλήγουν. Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου