Είναι γνωστό, έστω κι αν οι περισσότεροι δεν το παραδέχονται επισήμως, ότι οι «μεγάλοι» της ΕΕ εκνευρίζονται συχνά με τους «μικρούς» και με τα καπρίτσια τους. Δεν μας αφήνουν να κάνουμε ό,τι θέλουμε, έχουν πάντα απαιτήσεις, ενώ ζητούν διαρκώς… χαρτζιλίκι – κάπως έτσι φαίνεται πως σκέφτονται στο Βερολίνο, το Παρίσι και άλλες πρωτεύουσες.
Για το καλό δε της «ενωμένης Ευρώπης», αλλά και για να μην την εκθέσουν περισσότερο στους εταίρους και τους ανταγωνιστές της, τηρούν συνήθως χαμηλούς τόνους. Με αυτό ως κριτήριο, η «γκρίνια» και, ενίοτε, οι ύβρεις περιορίζονται σε κλειστό κύκλο – εκεί όπου, ούτως ή άλλως, συμβαίνουν πολλά που δεν μαθαίνουμε.
Οργισμένο το Βερολίνο
Αυτή τη φορά, όμως, ο υπουργός Εξωτερικών της πιο μεγάλης από τους «μεγάλους» της ΕΕ, της Γερμανίας, φάνηκε να είναι ιδιαιτέρως εκνευρισμένος με τα υπέρμετρα – όπως προφανώς θεωρεί – δικαιώματα που απολαμβάνουν οι μικρές χώρες. Έφτασε, μάλιστα, να τις κατηγορήσει ότι «κρατούν ομήρους» όλους τους υπόλοιπους, , εκμεταλλευόμενες το μοναδικό ίσως ισχυρό όπλο που τους έχει απομείνει: Το δικαίωμα βέτο.
«Δεν μπορούμε πλέον να επιτρέπουμε να είμαστε όμηροι από εκείνους οι οποίοι υπονομεύουν την εξωτερική πολιτική της ΕΕ με τα βέτο τους. Όποιος κάνει κάτι τέτοιο, θέτει αργά ή γρήγορα σε κίνδυνο τη συνοχή της Ευρώπης», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Χέικο Μάας, μιλώντας την Δευτέρα στην ετήσια διάσκεψη των πρέσβεων της Γερμανίας.
Ήταν δε κατηγορηματικός αναφορικά με το τι πρέπει να γίνει: «Το βέτο πρέπει να καταργηθεί – ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι κάποια φορά μπορεί και εμείς να βρεθούμε χαμένοι», είπε.
Η Λισαβόνα και η Βουδαπέστη
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τις αλλαγές που επέφερε η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2007 και τέθηκε σε εφαρμογή τον ίδιο μήνα του 2009, η αρχή της ομοφωνίας έχει μεν περιοριστεί σε διάφορους τομείς, όμως στους πιο κρίσιμους, όπως είναι η εξωτερική πολιτική συνεχίζει να ισχύει. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι κάθε μέλος, ακόμη κι αν είναι το Λουξεμβούργο, η Μάλτα ή η Κύπρος, είναι σε θέση να μπλοκάρει κοινές αποφάσεις και ενέργειες.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι πως η οργή του Βερολίνου (και άλλων) αυτή την περίοδο στρέφεται κυρίως εναντίον της Ουγγαρίας, η οποία έχει μετατρέψει το βέτο σε… ψωμοτύρι. Για του λόγου το αληθές, το άσκησε τόσο μην επιτρέποντας να εκδοθεί απόφαση που να ζητά τερματισμό των πρόσφατων συγκρούσεων στη Λωρίδα της Γάζας όσο και στην περίπτωση της Κίνας και ενός ψηφίσματος που επέκρινε τον νέο νόμο περί ασφαλείας στο Χονγκ Κονγκ.
Τι είναι η ενισχυμένη πλειοψηφία
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι με αυτή την αφορμή, οι Γερμανοί (και άλλοι) θα επιδιώξουν να υπονομεύσουν το δικαίωμα του βέτο. Διευρύνοντας, αντ’ αυτού, την αρχή της ενισχυμένης πλειοψηφίας, που προβλέπει ότι μια απόφαση μπορεί να λαμβάνεται εφόσον την ψηφίζει το 55% των κρατών-μελών (15), που επιπλέον πρέπει να αντιπροσωπεύουν το 65% του συνολικού πληθυσμού των «27».
«Για τον στρατό των μικρών ψαριών της ΕΕ, η χρυσή εποχή των μικροσκοπικών αλλά ισχυρών κρατών φτάνει στο τέλος της», έγραφε σε ανάλυσή του ο The Economist στο προηγούμενο τεύχος του – λες και γνώριζε τι θα έλεγε ο Μάας. Εκτός δε της εξωτερικής πολιτικής, επικαλούνταν και έναν άλλο τομέα που κάνει τους «μεγάλους» να θέλουν αλλαγή του ισχύοντος καθεστώτος: Τη φορολογία.
«Η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο μετασχηματίστηκαν από κράτη αγροτών και σιδεράδων αντιστοίχως σε δύο από τις πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη, ανταγωνιζόμενες τους μεγαλύτερους γείτονές τους μέσω της φορολογίας (…) Από τη στιγμή δε που η ΕΕ μπορεί να αποφασίζει για το συγκεκριμένο θέμα μόνο ομόφωνα, λίγα μπορούσε να κάνει. Τους ζήτησε ευγενικά να αλλάξουν στάση και καθεστώς. Η απάντησή τους ήταν αρνητική», γράψει χαρακτηριστικά το βρετανικό περιοδικό.
Μετρώντας τις «πληγές»
Προφανώς, μια τέτοια αλλαγή απαιτεί αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ, έτσι ώστε ουδείς να είναι σε θέση να προσβάλει τις αποφάσεις που θα λαμβάνονται χωρίς βέτο. Καθώς, όμως, η απαίτηση αυτή φαίνεται να ωριμάζει και σε άλλα μέτωπα – όπως, για παράδειγμα, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης – δεν αποκλείεται η διαδικασία να εκκινήσει σύντομα.
Το ερώτημα που προκύπτει αφορά, βεβαίως, στις συνέπειες που θα έχει ενδεχόμενη οριστική κατάργηση ή ο δραστικός περιορισμός του βέτο. Για τους υπέρμαχους μιας τέτοιας εξέλιξης, θα σηματοδοτηθεί η μετάβαση σε μια πιο δημοκρατική ΕΕ, στην οποία η πλειοψηφία θα αποφασίζει – όπως (θεωρητικά) συμβαίνει σε όλες τις δυτικού τύπου δημοκρατίες.
Για τους επικριτές, θα πρόκειται για ένα αποφασιστικό και μη αντιστρεπτό βήμα προς τη ρήξη με τις ιδρυτικές αρχές της ΕΟΚ και της ΕΕ, που προέβλεπαν απόλυτη ισοτιμία ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη ανεξαρτήτως μεγέθους και πληθυσμού, καθώς και με το τέλος του οικοδομήματος όπως το γνωρίσαμε ως σήμερα.
Η ΕΕ των πολλών ταχυτήτων
Πλέον, εάν αυτό συμβεί, η ΕΕ των δύο ή των περισσότερων ταχυτήτων (σενάριο που έχει πέσει προ πολλού στο τραπέζι) θα είναι μια πραγματικότητα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι «μικροί» θα βρεθούν σε δεινή θέση, καθώς δεν θα έχουν πολλές επιλογές.
Είτε θα ακολουθήσουν την πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου που οδήγησε στο Brexit, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο εκτός ΕΕ. Είτε θα προσκολληθούν, χωρίς πολλές απαιτήσεις, στο λεγόμενο «διευθυντήριο». Είτε, τέλος, θα επιχειρήσουν να συγκροτήσουν ένα δικό τους μπλοκ, που τυπικά θα είναι εντός της ΕΕ αλλά ουσιαστικά θα κάνει ό,τι θέλει – διακινδυνεύοντας, όμως, να χάσουν τα κονδύλια από τα κοινοτικά ταμεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου