Αυτός μπορεί να είναι ο τελευταίος υπερκύκλος για το πετρέλαιο επειδή οι μεγάλες οικονομίες εμφανίζονται αποφασισμένες
να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα και οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ανταποκριθεί με τη δέσμευση να αντικαταστήσουν τα οχήματα που κινούνται με μηχανές εσωτερικής καύσης μεσοπρόθεσμα.
Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες εκτιμάται ότι εύκολα θα αντισταθμίσουν όποιες καθοδικές πιέσεις εμφανιστούν στην κατανάλωση στο πλαίσιο της νέας κανονικότητας στην μετα-πανδημική εποχή.
Παρ΄ όλα αυτά, αυτός μπορεί να είναι ο τελευταίος υπερκύκλος για το πετρέλαιο επειδή οι μεγάλες οικονομίες εμφανίζονται αποφασισμένες να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα και οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ανταποκριθεί με τη δέσμευση να αντικαταστήσουν τα οχήματα που κινούνται με μηχανές εσωτερικής καύσης μεσοπρόθεσμα. Αυτή η μεταστροφή θα μεταμορφώσει την αγορά πετρελαίου σε μια αγορά συνεπή με τους κλιματικούς στόχους, ωστόσο δημιουργεί τον κίνδυνο μιας άτακτης προσαρμογής των οικονομιών που εξαρτώνται από το πετρέλαιο, με αντίκτυπο που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να διαχυθεί εκτός των συνόρων τους.
Ανεπάρκεια επενδύσεων
Ακόμη και με σχετικά χαμηλότερες τιμές πετρελαίου, οι εταιρείες έρευνας και εξόρυξης ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Ταυτόχρονα όμως, ίσως αναγνωρίζοντας ένα μέλλον χαμηλότερων προοπτικών, μείωσαν τις επενδύσεις τους. Η παραγωγή σε κοιτάσματα και ο αριθμός των πηγαδιών μειώνεται, ενώ η εξάντληση των αποθεμάτων γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Η μείωση των κεφαλαιακών δαπανών και η αντικατάσταση των αποθεμάτων πετρελαίου είναι μια τάση που συνεχίζεται από το 2014. Η πανδημία του κορονοΪού έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Για παράδειγμα, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου –που έχει μικρότερο κύκλο παραγωγής και γιαυτό είναι περισσότερο ευαίσθητη σε αλλαγές στις επενδύσεις- αυξάνεται κατά 500.000 βαρέλια ετησίως, έναντι 2 εκατ που ήταν ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Ενώ η ανακοίνωση της κυβέρνησης Μπάιντεν να απαγορεύσει τις εξορύξεις σε ομοσπονδιακά εδάφη των ΗΠΑ θα έχει μικρό αντίκτυπο στην παραγωγή σχιστολιθικού, σηματοδοτεί μια αλλαγή στη συμπεριφορά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης απέναντι στη βιομηχανία πετρελαίου. Οι παραγωγοί υιοθέτησαν μια αρκετά πιο επιφυλακτική επενδυτική στάση.
Ως αποτέλεσμα, θα λειτουργούν με θετικές ροές μετρητών. Αυτή η μειωμένη επένδυση θα μικρύνει το ρόλο του σχιστολιθικού και ταυτόχρονα θα φυτέψει τον σπόρο για το νέο υπερκύκλο τιμών. Από την άλλη πλευρά, ο ΟΠΕΚ πιθανότατα θα αυξήσει την παραγωγή για να αντισταθμίσει αυτή την ανοδική πίεση στην τιμή.
Η συζήτηση για την κορύφωση της ζήτησης
Αρκετοί σχολιαστές και μεγάλοι παίκτες στην αγορά πετρελαίου, όπως BP και Shell, υποστηρίζουν ότι η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο κορυφώθηκε το 2019 στα περίπου 100 εκατ. βαρέλια ημερησίως και ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στα επίπεδα αυτά ποτέ λόγω των δομικών αλλαγών που συνδέονται με την πανδημία. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από την απότομη μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου για μετακινήσεις, όπως αεροπορικά καύσιμα. Η κατανάλωση αεροπορικών καυσίμων κατέρρευσε το 2020 λόγω του κλεισίματος των οικονομιών και άρχισε να ανακάμπτει δειλά-δειλά με τη σταδιακή άρση των περιορισμών στα ταξίδια.
Οσοι πιστεύουν ότι η κατανάλωση κορυφώθηκε περιμένουν την αύξηση της κατανάλωσης βενζίνης στα μέσα του 2021. Με τις εξελίξεις στον εμβολιασμό και την αισιοδοξία που δημιουργεί η επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας, η κατανάλωση πετρελαίου εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να ανακάμπτει, όμως σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ότι πριν την πανδημία. Οι υπέρμαχοι αυτής της άποψης, ωστόσο, παραβλέπουν τη δομική αύξηση της κατανάλωσης. Η βελτίωση των επιπέδων διαβίωσης και η αυξανόμενη μεσαία τάξη στην Κίνα και την Ινδία θα οδηγήσουν σε αυξημένη ζήτηση για αυτοκίνητα και αεροπορικά ταξίδια. Σε αναδυόμενες αγορές όπως η Κίνα και η Ινδία, οποιαδήποτε στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα θα είναι πιο αργή σε σχέση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες δεδομένων των ανησυχιών για τη διαθεσιμότητα των σταθμών φόρτισης. Ο ρυθμός αποδοχής των ηλεκτρικών οχημάτων θα είναι η κυρίαρχη δύναμη για την μελλοντική ζήτηση πετρελαίου καθώς τα καύσιμα αντιστοιχούν στο 50% της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου.
Η δομική αύξηση ζήτησης πετρελαίου, σε συνδυασμό με την επίμονη μείωση της παραγωγής λόγω ανεπαρκών επενδύσεων, θα επισπεύσουν τον υπερκύκλο τιμών πετρελαίου. Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσον αυτή η αύξηση των τιμών θα οδηγήσει σε περισσότερες επενδύσεις και σε μια νέα διάσπαση τιμών όπως έγινε στο παρελθόν.
Η τεχνολογία και οι συνέπειές της
Η τεχνολογική καινοτομία μπορεί να αλλάξει τα πράγματα αυτή τη φορά. Μεγάλες επενδύσεις πιθανότατα θα αποθαρρυνθούν από τη νέα τεχνολογία που βρίσκεται στην καρδιά των σχεδίων της αυτοκινητοβιομηχανίας να αντικαταστήσει τους κινητήρες εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικούς κινητήρες. Η κεφαλαιοποίηση της Tesla δείχνει το πόσο άμεση μπορεί να είναι η μεταμόρφωση της αγοράς αυτοκινήτου. Η κεφαλαιοποίηση της Tesla κάνει τους παραδοσιακούς ανταγωνιστές της να δείχνουν νάνοι παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι κατασκευάζουν απείρως περισσότερα οχήματα. Αυτή η δυσαναλογία οδήγησε τις παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες να δεσμευτούν στην αντικατάσταση των οχημάτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικούς κινητήρες, κάτι που με τη σειρά του προκάλεσε μαζική έρευνα και ανάπτυξη σε ηλεκτρικά οχήματα.
Η φρενήρης αύξηση παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων ενέχει κινδύνους, ωστόσο. Θα μπορούσε να προκαλέσει υπερπροσφορά, με τη σειρά του αρνητικές ροές μετρητών, μειωμένη ρευστότητα και πτωχεύσεις αυτοκινητοβιομηχανιών. Το στοίχημα των κατασκευαστών καθοδηγείται από τη δέσμευση των κυβερνήσεων να πετύχουν μηδενικές εκπομπές ρύπων και από την πεποίθηση ότι οι καταναλωτές θέλουν να υιοθετήσουν πιο καθαρές μορφές κατανάλωσης –οι μεταφορές αντιστοιχούν στο 25% των εκπομπών καυσαερίων παγκοσμίως. Ωστόσο, είναι ασαφές κατά πόσον οι καταναλωτές θέλουν πραγματικά να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους. Μπορεί οι αυξημένες τιμές άνθρακα να γίνουν λιγότερο σημαντικές για τους καταναλωτές απ΄ ότι η ανησυχία σχετικά με την ανεπάρκεια της υποδομής για μπαταρίες αυτοκινήτων;
Η μαζική παραγωγή θα καταστήσει τελικά τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ελκυστικά και η άνοδος των τιμών πετρελαίου θα επισπεύσει τη συζήτηση για τα ηλεκτρικά οχήματα. Αυτός ο τελευταίος υπερκύκλος των τιμών πετρελαίου θα είναι συνεπής με τους κλιματικούς στόχους και με τις δεσμεύσεις των μεγάλων οικονομιών για μηδενικές εκπομπές καυσαερίων μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, παρότι αυτό θα είναι καλό για το παγκόσμιο κλίμα, δημιουργεί τον κίνδυνο πως τα αποθέματα πετρελαίου για πολλές οικονομίες που εξαρτώνται από αυτό θα έχουν λιγότερη αξία –ειδικά για αποθέματα των οποίων η εξόρυξη είναι ακριβή. Τα αποθέματα και οι σχετικές επενδύσεις θα γίνουν στην ουσία λανθάνον ενεργητικό. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, όπως πτωχεύσεις και κρίσεις, μαζική μετανάστευση, ειδικά σε περιοχές Αφρικής.
Άλλες μεγάλες οικονομίες της Μέσης Ανατολής, κεντρικής Ασίας και Λατινικής Αμερικής που εξαρτώνται από το πετρέλαιο θα υποστούν μεγάλη βλάβη καθώς το πετρέλαιο είναι σημαντική πηγή εισοδήματος, απασχόλησης, εξωτερικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών που οφελούν τις γειτονικές χώρες. Το τέλος του πετρελαίου θα μπορούσε να καταστρέψει όχι μόνο τις χώρες που παράγουν πετρέλαιο αλλά και τους γείτονές τους. Δεν θα κάνει κακό όμως σε χώρες με ορυκτά αποθέματα χρήσιμα στην ενεργειακή μετάβαση. Το κοβάλτιο, βασικό στοιχείο για τις μπαταρίες αυτοκινήτου, έχει μεγάλη ζήτηση. Το ουράνιο θα είναι επίσης σημαντικό καθώς ο κόσμος απομακρύνεται από τα ορυκτά καύσιμα και η πυρηνική ενέργεια γίνεται περισσότερο ελκυστική.
Το τέλος του πετρελαίου καθιστά στην οικονομική μεταμόρφωση επιτακτική. Οι χώρες πλούσιες σε πετρέλαιο θα πρέπει να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους και να γίνουν πιο ανθεκτικές στις αλλαγές στις αγορές ενέργειας. Ένα κατάλληλο πλαίσιο διακυβέρνησης για τη διαχείριση των εσόδων πετρελαίου ήταν πάντοτε σημαντικό για την ενίσχυση της οικονομικής διαφοροποίησης. Όμως με το λανθάνον ενεργητικό να αποτελεί κίνδυνο, οι ριζοσπαστικές αλλαγές διακυβέρνησης στις χώρες παραγωγούς πετρελαίου είναι επείγουσες. Το Ντουμπαι, για παράδειγμα, αντιμέτωπο με την εξάντληση των αποθεμάτων του, μετέτρεψε την οικονομία του σε παγκόσμιο κέντρο εμπορίου. Χώρες και επιχειρήσεις που εξαρτώνται σ’ αυτές τις αγορές πρέπει να διαμορφώσουν πολιτικές για να αντιμετωπίσουν αυτή τη μεταμόρφωση, όπως η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Για να εκτινάξουν τις οικονομίες τους, οι χώρες παραγωγοί πετρελαίου θα πρέπει να δεσμευτούν σε μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν τα εμπόδια στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα.
Των Ραμπά Αρέζκι* και Πέρ Μάγκνους Νίβσεβ**
*Επικεφαλής οικονομολόγος στην Αφρικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα
**Επικεφαλής ανάλυσης στην Rystad Energy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου